Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Χάος Vol.2

Κουράστηκα. Βαρέθηκα. Σιχάθηκα. Δεν αντέχω άλλο πως το λένε. Εντολές, νόμοι, κανόνες, τύποι, θεωρίες πάνω στις οποίες πρέπει να βασιστώ. Ποτέ δε μου άρεσαν. Σιχαίνομαι τους περιορισμούς και το στένεμα το οριζόντων και των απόψεων. Τα ακούω και τόσες ώρες βερεσέ κάτι τέτοιες μέρες. Δεν έχω και κεφάλι γι'αυτά σήμερα. Το λέει και μέσα στο κελί που με έφερε εδώ κάτω. Ειρωνικό όταν το κελί σε πάει σ'αυτά να γράφει τέτοια πράγματα. Ούτε αυτό το αντέχω. Εδώ μέσα είναι ο καθένας για τον εαυτό του. Λίγες είναι οι φορές που η διαδρομή μέχρι εδώ είναι ευχάριστη γιατί τη φωτίζει μια ανάμνηση ή ένα φιλικό πρόσωπο. Και με πάει κάτω, όπου κλείνομαι και χάνομαι για ώρες. Όπου το φως, η ζέστη, η κούραση δεν έχουν σημασία. Μόνο αυτά που σου λένε και σου ζητάνε να κάνεις.

Και με τραβάει συνέχεια. Με πιέζει, με περικυκλώνει. Μου ψιθυρίζει συνέχεια να ακολουθήσω. Είναι δύσκολο να μην υπακούσω. Να πω όχι και να περιμένω. Όσο και να το καταπιέσω, υπάρχει ένα έστω αδύναμο σήμα που μου αποσπά την προσοχή. Και καμιά φορά με κάνει και χάνομαι για λίγο. Κι ενώ χάνομαι τα χάνω όλα. Και δε μένει τίποτα, μέχρι που κάπως επανέρχομαι. Μια υπενθύμιση? Μια υποχρέωση? Μια ενημέρωση? Ή μήπως μια ερώτηση? Ότι κι αν είναι με γυρίζει πίσω στην πραγματικότητα και στην κούραση. Και μάταια προσπαθώ να αποδράσω ή να αγγίξω για λίγο μια ψευδαίσθηση ελευθερίας. Αλλά αρχίδια. Δεν πετυχαίνει. Και απελπίζομαι όλο και πιο πολύ. 

Μέχρι που φτάνει η ώρα. Εκείνη η ώρα που περιμένω σαν τρελός, από τη στιγμή που ανοίγω τα μάτια μου. Η ώρα που παίρνω επιτέλους ανάσα. Που δε χρειάζεται καν να προσπαθήσω πια. Αυτό που χρειάζεται είναι να το πάρω απόφαση. Να το πάρω απόφαση και να κλείσω τα μάτια. Να κλείσω τα μάτια και να βουτήξω και να χαθώ στο χάος. Ένα ρεύμα, ένα ποτάμι είναι. Που πηγαίνει προς τα πάνω. Και δεν υπάρχει κελί. Είμαι ελεύθερος. Να χαθώ μέσα σε σκέψεις και εικόνες χαοτικές που δε συνδέονται κι όμως συνυπάρχουν. Ninjas, Samurai και πειρατές να πολεμάνε μεταξύ τους ή εναντίον μεγάλων εχθρικών στρατών. Παρακάτω ένας κρυστάλλινος σκορπιός, φοβάται έναν παγωμένο φοίνικα που έρχεται μέσα σε μια καταιγίδα από ψηλά, ένας βασιλιάς πολεμάει το Δαίμονα που του έδωσε τον τίτλο του και αρχηγοί γεράκια εναντίον ιπποτών να μάχονται για την αρχηγία τους. Λίγο πιο πέρα, μασκαρεμένοι θαυμαστοί τύποι παλεύουν στις πιο ακραίες συνθήκες με εχθρούς που μοιάζουν ανίκητοι. Καθώς γίνεται λίγο πιο ρηχή η διαδρομή βλέπω αδίστακτους δικτάτορες (φανερούς και μη) να καταδυναστεύουν σκυμμένους λαούς. Μα όταν η διαδρομή φτάνει στο τέλος της τίποτα δεν έχει σημασία.

Γιατί στο τέλος της είσαι εσύ. Και μόλις φτάσω στο νησί σου, παίρνω μια ανάσα, σε κρατάω από το χέρι και σε τραβάω μέσα μαζί μου. Στο χάος. Μας. Όλα γίνονται ασπρόμαυρα, όπως μου έδειξες ότι έτσι είναι στ'αλήθεια. Κι έτσι είναι πραγματικά υπέροχα. Κανένα χρώμα πέρα από το άσπρο και το μαύρο μαζί. Σε μια αρμονία, σαν ένα. Όπως κι εμείς. Κι αυτό, αυτό το υπέροχο χάος, το φτιάχνει μια μαγεία. Μια μαγεία καθαρή, αγνή και αληθινή. Μαγεία που τη βλέπω στα μάτια σου, τη νιώθω στα δάχτυλά σου και τη γεύομαι στα χείλη σου. Και χάνομαι. Και μαζί με εμένα χάνονται όλα. Τα φώτα, η ανυπόφορη ζέστη, η κούραση. Όλα γίνονται τέλεια. Υπάρχουμε μόνο εγώ, εσύ κι αυτό το χάος. Το χάος που τόσο μαγικά το φτιάχνουμε εμείς.

Κι έχει ότι ακριβώς θέλουμε. Μαϊμούδες στα χιόνια να μας τραγουδάνε "Αν θέλουμε να ξέρουμε". Τον Τζο, να ψάχνει για μπαμπουίνους και λιοντάρια, μέσα ζούγκλες και τοπία γεμάτα άγριες ορχιδέες. Έναν κύριο που μας δείχνει τη φωτεινή πλευρά και μια κυρία διεθνή, που της αξίζει όλος ο κόσμος. Σοκολάτες και πιτόγυρα να τρώμε και Southern Comfort να πίνουμε και να γινόμαστε ακόμα καλύτερα. Ένα άδειο εμπορικό όλο δικό μας με μια ταράτσα με απίστευτη θέα που είναι για να βγάζουμε όσες και ότι φωτογραφίες θέλουμε. Και πάρκα με παγκάκια που κάθεσαι και ζεις στιγμές απίστευτες και αμάξια για να κάθεσαι στο καπό και να λιώνεις με τις ώρες. Κι ένα κρεβάτι μόνο με ένα πάπλωμα για όταν κάνει κρύο. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά καθρέφτες για να μπαίνουμε μέσα και να πηγαίνουμε από το ένα μέρος στο άλλο. Και κάπου κάπου οι άνθρωποι που αγαπάμε, να μας συντροφεύουν στα καλά, στα δύσκολα, σε όλα. Κι όσο προχωράμε μπορεί κάποιος να πέφτει, αλλά ο άλλος τον σηκώνει και συνεχίζουμε.

Όλα πάντα ασπρόμαυρα και υπέροχα. Και μέσα σ'αυτά οι πληγές θεραπεύονται. Και άλλοι πάνε να μας δημιουργήσουν νέες. Νομίζουν ότι μπορούν να έρθουν εδώ και να ρίξουν το σάπιο χρώμα τους και να τα χαλάσουν όλα. Μα δεν υπάρχει αυτή η ευκαιρία. Τους τη στερούμε. Μαζί. Καίγονται σε φλόγες μίσους και οργής ή τους κατασπαράζουν Grizzly. Κι αν αυτό δεν είναι αρκετό, τότε τα Grizzly απλά έχουν και μια πανοπλία για να πονέσει περισσότερο. Και τους πονάει. Και φεύγουν και συνεχίζουμε να είμαστε ένα. Unison. 

Ίσως να φέρουν αντίρρηση, να πουν ότι είναι νωρίς και για τους δύο. Αλλά μη τους ακούς, δεν μπορούν απλά να δουν το χάος. Εσύ κι εγώ όμως, μπορούμε. Κι αυτό είναι που μετράει.