Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

MVP

Τα βραβεία του NBA ανακοινώθηκαν για φέτος και ο Γιάννης Αντετοκούμπο κέρδισε το δεύτερο back to back MVP του (και το Defensive Player of the Year). Αυτό αφενός τον έφερε πιο κοντά στον αγαπημένο μου παίκτη έβερ Steve Nash (ο οποίος είχε επίσης 2 back to back MVP βραβεία), αφ'ετέρου η ανταπόκριση του κόσμου απέναντι σε αυτό, σε συνδυασμό με την απογοητευτική του πορεία στα playoffs, μου έδωσε την αφορμή να κάνω μια βουτιά στην ιδιαίτερη σχέση που έχει ο Ελληνικός λαός με το Γιάννη και πως αυτή επηρεάζει και επηρεάζεται από την τρέχουσα πολτική, οικονομική αλλά και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα.

Αρχικά ας μείνουμε στο Γιάννη σαν παίκτη γιατί έχει μια αξία πιστεύω να κατανοήσουμε πως φτάσαμε στα 2 MVP βραβεία και στο status που έχει σήμερα. Αν βαριέσαι να διαβάσεις τις μπασκετικές παραγράφους που θα ακολουθήσουν μπορείς να προσπεράσεις ή αν θες να τις ακούσεις από κάποιους τύπους που ξέρουν περισσότερα κιλά μπάσκετ σε παραπέμπω σε αυτό το βίντεο του J Kyle Mann που εξηγεί πως ο Γιάννης είναι ασταμάτητος επιθετικά και πως θα πρέπει να επεκτείνει το παιχνίδι του και σε αυτό το βίντεο του Thinking Basketball που εξηγεί πως ο Γιάννης οδηγεί την ομάδα των Bucks στην καλύτερη άμυνα του φετινού NBA.

Ένα σύντομο player profile λοιπόν. Ο Γιάννης είναι ένας αδιανόητα ταλαντούχος παίκτης με φοβερά σωματικά χαρίσματα, τα οποία τον κάνουν επιθετική και αμυντική απειλή. Είναι γρήγορος και έχει χτίσει το σωστό footwork και άριστη τρίπλα για να μπορεί εύκολα να προσπερνάει 2 και 3 αμυντικούς της αντίπαλης ομάδας και να σκοράρει κοντά στο καλάθι ποικιλοτρόπως. Έχει καλλιεργήσει εξαιρετικό μπασκετικό IQ και αυτό φαίνεται ακόμα καλύτερα με το πως τοποθετεί τον εαυτό του στην άμυνα για να αλλοιώσει πολλά αντίπαλα σουτ και να περιορίσει ακόμα και άριστους σκόρερς. Το σημαντικότερο ζήτημα αυτή τη στιγμή για τον ίδιο είναι να επεκτείνει το επιθετικό του ρεπερτόριο τόσο στο post αλλά και να αποκτήσει mid-range και συνεπές τρίποντο για να μπορεί έτσι να έχει μεγαλύτερη ευελιξία στο πως και από που θα σκοράρει. Αυτό θα τον βοηθήσει να εξελείξει και το ήδη αξιοπρεπές playmaking του μιας και θα πρέπει να μάθει να ξεφεύγει από τις νέες αμυντικές προσαρμογές που θα κάνουν οι αντίπαλοι στον ίδιο.

Τώρα αυτά τα χαρακτηριστικά τον κάνουν αρκετά μονοδιάστατο επιθετικά και η υπόλοιπη ομάδα του δεν μπορεί να καλύψει τις αδυναμίες του επαρκώς. O Khris Middleton αν και έκανε σχεδόν 50-40-90 season, δεν έδειξε συνεπές shooting στα playoffs, o Blesdoe κυριολεκτικά εξαφανίστηκε και ο μόνος που έσυρε λίγο το καράβι ήταν o Brook Lopez. Επίσης ο προπονητής της ομάδας Mike Budenhozer είναι υπερβολικά μη ευέλεικτος στα playoff, παίζοντας τους αστέρες του λίγα λεπτά και συνεχίζοντας τα rotations 10-11 παικτών που αποδείχτηκαν σκότωμα για τους Bucks. Συν την αδυναμία να προσαρμοστεί στα αμυντικά συστήματα του Miami (μαζί με το γεγονός ότι ο Γιάννης τραυματίστηκε στο τρίτο παιχνίδι της σειράς), οδήγησαν τους Milwaukee Bucks στον άδοξο αποκλεισμό από το δεύτερο γύρο, ενώ όλοι τους είχαν για φαβορί. 

Τέλος η καθαρή μπασκετική ανάλυση και πάμε σε λίγο πιο καθολικά ζητήματα. Γενικά όπως είναι λογικό ένας παίκτης με τα κατορθώματα του Γιάννη έχει όλα τα βλέμματα πάνω του, καθώς και μια τεράστια πίεση όσο (μεταξύ και άλλων) ο ίδιος ανεβάζει τον πήχη στον εαυτό του. Το θέμα όμως είναι ότι αυτή η πίεση έχει κάποια αίτια τα οποία χρήζουν της προσοχής μας όχι μόνο ως φίλαθλοι, αλλά και γιατί λένε πολλά για τον ψυχισμό του Έλληνα σήμερα.

Θα ήθελα λοιπόν να ξεκινήσω με τα media. Στην Αμερική τα media που ασχολούνται με το NBA είναι μια μηχανή υπεραντιδράσεων και hot takes που έχουν μοναδικό στόχο το να τραβήξουν προσοχή και εξ'αιτίας αυτού, οι μόνοι που τη βγάζουν καθαρή είναι οι πρωταθλητές κάθε σεζόν (που και αυτοί τρώνε τεράστιο hype, αλλά τουλάχιστον κρίνονται εκ του συνολικού αποτελέσματος και όχι ενός κακού παιχνιδιού). Με αποτέλεσμα να χτίζεται μια κουλτούρα που ευνοεί μόνο τον πρωταθλητή ανάμεσα σε 30 ομάδες (μιας και δεν υπάρχουν τοπικά πρωταθλήματα και κύπελλα όπως στην Ευρώπη) και όλοι οι υπόλοιποι απλά θεωρούνται busts που απέτυχαν παταγωδώς (ακόμα κι αν έκαναν overachieve). 

Κατ'επέκταση, οι Έλληνες δημοσιογράφοι αθλητικών και μη σάιτ έχουν υιοθετήσει τη λογική της copy-paste δημοσιογραφίας και απλώς αναπαράγουν αυτήν ακριβώς την κουλτούρα αμάσητη από τα Αμερικάνικα media, θεωρώντας μάλιστα και το λόγο τους, απόλυτη αλήθεια. Το ότι είπε κάτι ο Steven A. Smith ή ο Skip Bayless για το Γιάννη γίνεται είδηση, ενώ είναι σα να το είπε ο Στέφανος Χίος του ESPN. Αλλά όπως και στην περίπτωση του Στέφανου Χίου, οι φωνές, οι υπερβολές και οι θεατρινισμοί είναι αυτά που κερδίζουν την προσοχή του κόσμου και στην τελική, αυτό είναι που επιθυμούν πια τα σύγχρονα media.

Αυτή λοιπόν η δημιουργία έντασης και υπερβολής έρχεται και κουμπώνει πάνω στον εύθραυστο πλέον ψυχισμό του Έλληνα. Ένας Έλληνας ο οποίος βλέπει τον αθλητισμό και ιδίως το μπάσκετ να παραπαίει μέρα με τη μέρα, χωρίς πανευρωπαϊκές ή παγκόσμιες διακρίσεις, ούτε σε επίπεδο εθνικής, ούτε σε επίπεδο συλλόγων, με σωματεία που δεν πληρώνουν τους παίκτες και ιδιοκτήτες που κάνουν το πρωτάθλημα τσίρκο. Έτσι όταν υπάρχει ένας παίκτης επιπέδου Γιάννη και με τις διακρίσεις του Γιάννη, ένας πονεμένος και κουρασμένος λαός έχει εναποθέσει όλη την ελπίδα πάνω του. Και αυτό στην περίπτωση του Γιάννη είναι (και) πρόβλημα.

Βλέπεις ο Γιάννης είναι Αφροέλληνας και συγκεκριμένα από τη Νιγηρία. Αγωνιστικά και πολιτιστικά έχει επιλέξει κυρίως να εκπροσωπεί την Ελλάδα. Είναι γιατί όντως νιώθει Έλληνας; Είναι γιατί είναι πιο marketable η ιστορία του πρόσφυγα στην Ελλάδα από ότι του γηγενή; Είναι γιατί η Ελλάδα είναι καλύτερη σαν αγορά από τη Νιγηρία; Δεν είμαι ο Γιάννης για να ξέρω και εμένα προσωπικά δεν ενδιαφέρει κιόλας. Το θέμα είναι ότι αυτή η διπλή καταγωγή δεν αρέσει σε όλους και άντε μερικοί μπορούν να το παραβλέψουν όσο έρχονται επιτυχίες, αλλά όταν ο Γιάννης αποτυγχάνει ο ρατσισμός δίνει και παίρνει από το κάθε αρχίδι που έμαθε ότι το χρώμα είναι το μόνο κρητήριο αξίας ενός ατόμου και πως ο ίδιος λόγω αυτού είναι ανώτερος από κάποιον άλλον. Βιάζονται να απαρνηθούν το Γιάννη ως Έλληνα γιατί είναι μαύρος και όχι και τόσο καλός στο μπάσκετ για να μπορέσουμε να τον δεχτούμε στον κατά τα άλλα άριστο έθνος μας. Είναι απλά ένας αράπης που χοροπηδάει.

Μια ένσταση που δεν υπάρχει στον ίδιο βαθμό (έως και καθόλου) ας πούμε για τον Nick Calathes που ενώ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αμερική, ήρθε στην Ελλάδα πρώτη φορά στα 20 του και επίλεξε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα διεθνώς. Αλλά ο Nick είναι λευκός, έχει Ελληνικό επώνυμο (που αποτελεί ευτράπελο και χωρατό ως μπασκετμπολίστας που λέγεται Καλάθης) και έπαιξε στην Ελλάδα και στη Euroleague που παίζεται το αληθινό μπάσκετ και όχι στο NBA που οι αναβολιασμένοι απλά καρφώνουν ή βαράνε τρίποντα και δεν παίζουν άμυνα. Είναι αρκετά πιο εύπεπτος για όλους τους Έλληνες νοικοκυραίους που θέλουν το καλό του έθνους.

Τόση ώρα σε αυτούς τους ανθρώπους θέλω να πάω. Στους ίδιους ανθρώπους που ρωτάνε τι δουλειά είχε ο Γρηγορόπουλος στα Εξάρχεια, που οι έγκυοι που φτάνουν στη Λέσβο ας πάνε να πνιγούν, δεν αξίζουν βοήθεια που πίστεψαν ότι ο Φύσσας πέθανε για το ποδόσφαιρο, που στα μάτια τους ο Ζακ ήταν ένας πρεζάκιας ληστής και καλά έκανε και πέθανε, που η Τοπαλούδη κάπως θα τους προκάλεσε και τη βίασαν και τη σκότωσαν, οι υποθέσεις που μπορούμε εδώ να θίξουμε είναι άπειρες. Μέρος αυτών των ανθρώπων απαρνείται από τώρα και ξεκάθαρα και άλλοι απλά περιμένουν να δουν αν θα επωφεληθούν κάπως από την επιτυχία του στο μυαλό τους. 

Αυτοί οι άνθρωποι με κάνουν να σκέφτομαι πως ο Γιάννης δεν είναι μόνο άξιος που έφυγε και έκανε όσα έκανε στην Αμερική, αλλά και πολύ, πολύ τυχερός. Η ιστορία του εδώ θα μπορούσε να είναι απίστευτα θλιβερή. Όταν έφυγε, η Χρυσή Αυγή μεσουρανούσε και θα μπορούσε όπως και ο Φύσσας, να πεθάνει πάνω σε κάποιο πογκρόμ τους. Θα μπορούσε να ζει στην εξαθλίωση γιατί κάποιος νοικοκυραίος δε θέλει μαύρους στην επιχείρηση του. Εγκλωβισμένος σε ένα μπασκετικό σύστημα όπου στα περισσότερα σωματεία και δε θα πληρωνόταν και δε θα είχε αγωνιστική επιτυχία. Θύμα αστυνομικής βίας, χωρίς αφορμή (και σίγουρα με αιτία) σε κάποια πορεία.

Περνάμε μια δύσκολη εποχή εν μέσω πανδημίας και το μπάσκετ είναι για εμένα όπως και για πολλούς άλλους μια πολλή όμορφη απόδραση και coping mechanism. Μια ομορφία του αθλήματος αυτού είναι η άρρητη σύνδεση του με πληθώρα κοινωνικών ζητημάτων και ιδίως με το ρατσισμό και ευτυχώς εκεί, στέκεται εναντίον του. 

Υ.Γ. Για να υπάρχει και ένα μπασκετικό κλείσιμο στο κείμενο δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχούμε για το μέλλον του Γιάννη. O LeBron και ο Jordan πήραν τα πρώτα τους πρωταθλήματα στα 27 και 28 αντίστοιχα, ο ίδιος είναι μόλις 25. Ο προαναφερθέντας Steve Nash κέρδισε 2 MVP back to back, ήταν για 7 χρονιές πρώτος σε Assists και 4 φορές έκανε 50-40-90 season και αποσύρθηκε άτιτλος. Ωστόσο έγινε Hall Of Famer και έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου μπάσκετ με τις επαναστατικές γρήγορες επιθέσεις του και το πρωτοποριακό για την εποχή του shooting. Αντιστοίχως και χωρίς τίτλους, ο Γιάννης σίγουρα θα αφήσει στο παιχνίδι ένα ανεξίτηλο σημάδι. 

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Κολύμπι

(Disclaimer: αυτό το blog δεν έχει δει ούτε ρημαδοευρώ από τη λίστα Πέτσα και μετανιώνω την ώρα και τη στιγμή που δε το έχω μεταφέρει σε ένα σέρβερ δικό μου να δοκιμάσω την τύχη μου. Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα και τα σχετικά κλπ. Αυτά.)

Γενικά τείνω να ακούω πολλή μουσική μέσα στη μέρα μου. Ως επί το πλείστον ψάχνομαι και αρκετά, αλλά υπάρχουν περίοδοι που μπορεί να μείνω στα old reliables. Το 2013 αν εξαιρέσεις την αγάπη μου για old school rock και hip-hop, είχα σταματήσει να ψάχνομαι. Θα μου πεις εδώ εντάξει ρε παιδί μου, κατά περιόδους κατασταλλάζουν τα γούστα του ανθρώπου. Θα σου πω εγώ ότι απλά μπήκα πρώτη φορά σε σχέση, οπότε δε χρειαζόταν να ποζεριάζω με τη μουσική που ακούω μπας και βρω κοπέλα. Εκείνη λοιπόν την περιόδο χαράς και ευφορίας, η (τότε) σύγχρονη ποπ ακουγόταν λίγο πιο ευχάριστα στ'αυτιά μου. Τότε έπαιζε πολύ το single "The Way" της Αριάνας της Γκράντε και μαζί ήταν κι ένας τυπάκος με το όνομα Mac Miller ο οποίος έμοιαζε λίγο βλάκας, αλλά είχε ένα έτσι ωραίο vibe. Κάπως έτσι λοιπόν γνωριστήκαμε με τον Mac κι ας μην έμεινε πολύ μέσα στο μυαλό μου για τα επόμενα χρόνια.

Το 2015 ο Mac έβγαλε τον πολύ πετυχημένο του δίσκο GO:OD AΜ και στο μυαλό μου απέδρασε από την ανάμηνση του τυπάκου που άραζε με την Ariana Grande και πλέον εγκαταστάθηκε ως καλλιτέχνης. Ίσως φταίει το ότι όλος ο δίσκος μιλάει για το πως προσπαθεί να αφήσει πίσω του τα παλιά του προβλήματα με ουσίες και την κακομεταχείρηση των ανθρώπων γύρω του και να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Αυτού του τύπου οι ιστορίες, των ανθρώπων που είναι σε μια μόνιμη μάχη με τους προσωπικούς τους δαίμονες, είναι οι αγαπημένες μου (άλλωστε ο αγαπημένος μου τηλεοπτικός χαρακτήρας είναι ο Jesse o Pinkman). Και κάπως έτσι ο Mac με κέρδισε μουσικά.

Κυριολεκτικά ένα χρόνο αργότερα βγαίνει το Divine Feminine, ένα άλμπουμ στο οποίο όπως είπε και ο ίδιος ο Mac ήθελε να εξερευνήσει το τι σημαίνει να αγαπάς και να δοξάσει το γυναικείο φύλο. Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω νιώσει ακόμα 4 χρόνια ότι το πέτυχε ποτέ πλήρως αυτό, αλλά αυτός δεν είναι ο λόγος για τον οποίο αναφέρω αυτό το άλμπουμ. Το σημαντικότερο είναι ότι σε αυτό το δίσκο ο Mac Miller, αρχιδάτα, πειραματίστηκε μουσικά, μελωδικά, στιχουργικά και εκφράστηκε με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο που και να μην του βγήκε, ήταν δικό του. Ήταν εκείνος ο βλακάκος που τραγούδαγε με την Αριάνα Γκράντε, αλλά και εκείνος ο καλλιτέχνης που στο GO:OD AM μας έδειξε πως θέλει να γίνει καλύτερος και το προσπάθησε. Όλος ο δίσκος για εμένα, είναι σα να σου μιλάει ένας φίλος σου για το ταίρι του, με το δικό του τρόπο, που όσες παραφωνίες και να έχει, είναι ο φίλος σου που ξέρεις και αγαπάς και στα λέει όπως μόνο εκείνος μπορεί. Και κάπου τότε ο Mac Miller πήρε μια ιδιαίτερη υπόσταση στο μυαλό μου. Ήταν ακριβώς άλλος ένας φίλος, ένας φίλος που εκφραζόταν με έναν τρόπο που ένιωθα πως με αγγίζει όπως λίγοι τρόποι έκφρασης και ούτε χόρταινα, ούτε μπορούσα να περιμένω να ακούσω τι έχει να μου πει.

13 Αυγούστου του 2018 (πλησιάζουμε), ο φίλος μου είπε να τα πούμε για άλλη μια φορά. Και είχε πάρα πολλά να πει, στον καινούργιο του δίσκο, το Swimming. 2 χρόνια μετά το Divine Feminine, ο Mac είχε χωρίσει (ξανά με την Ariana) και είχε ξανακατρακυλύσει στις ουσίες. Τώρα πια το βλέπει αλλιώς όμως. Ξέρει ότι είναι αυτοκαταστροφικός, ξέρει τι θα συμβεί άπαξ και συνεχίσει σε αυτό το μονοπάτι, ξέρει ότι θα του πάρει πολύ καιρό να γίνει καλά, ξέρει ποιοι είναι οι δαίμονες του, ξέρει τι πρέπει να πει στον εαυτό του για να συνεχίσει και ξέρει να σου πει τι περνάει και πως. Και χαίρομαι να βλέπω ότι έχει φτάσει σε αυτό το σημείο και νιώθω περήφανος για το φίλο μου και το που είναι τώρα.

7 Σεπτεμβρίου του 2018. Παρασκευή βράδυ. Βρίσκομαι αραχτός σπίτι και χαζεύω Reddit. Και ξάφνου η χαρά μου κόβεται όπως οι τένοντες στα πόδια του Derrick Rose. Ο Mac Miller βρέθηκε νεκρός σπίτι του από overdose, μόλις στα 26. Πρώτη φορά με βλέπω να επηρεάζομαι έτσι από θάνατο καλλιτέχνη. Αυτός ο τύπος που θεωρούσα φίλο μου κι είχα δεθεί τόσο με τη μουσική του, πέθανε. Και τώρα δε θα ξανακούσουμε τίποτα δικό του. Δε θα του ξαναγράψουν μουσική ο J.Cole, o Flying Lotus και ο Thundercat. Δε θα ξαναραπάρει με τον Earl Sweatshirt, ούτε με τον Anderson .Paak, ούτε με τον Vince Staples, ούτε με τον κολλητό του τον Schoolboy Q. Δε θα τα ξαναφτιάξει με την Ariana, ούτε θα ξαναβρει καινούργια κοπέλα. Ο φίλος μου δε θα μου ξαναμιλήσει ποτέ.

Ακούγοντας το Swimming μετά το θάνατο του, αποκτά μια πολύ πιο σκοτεινή οπτική. Όπως είπα παραπάνω πια ο Mac ήξερε. Οι στίχοι του πια δεν αντικατοπτρίζουν την αισιοδοξία ενός άνθρωπου που ξέρει τι πρέπει να κάνει για να αποφύγει την αυτοκαταστροφή, αλλά ενός ανθρώπου που ξέρει ότι ο χρόνος του τελειώνει, ξέρει πως έφερε τον εαυτό του μέχρι εδώ και πως δεν το έχει αποδεχτεί ακόμα. Χαρακτηριστικά στο υπέροχο Small Worlds λέει: "Yeah, nine times out of ten I get it wrong/That's why I wrote this song, tell my self to hold on/I can feel my fingers slipping/In a motherfucking instant I'll be gone". Και δεν κράτησαν τα δάχτυλα του και έφυγε. 

Μετά το θάνατο του πήρα την ευκαιρία να ακούσω όλους τους δίσκους του και εκεί είναι που συνειδητοποίησα ότι ίσως το Swimming δεν θα ήταν τόσο απρόσμενο αν είχα ακούσει πρώτα είτε το Watching Movies With The Sound Off, είτε το Faces. Δύο δίσκοι εξίσου σκοτεινοί και self-reflective που γράφτηκαν σε πολύ σκοτεινές περιόδους της ζωής του Mac. Καμία σχέση με το πρώτο του mixtape, το K.I.D.S (Kickin' Incredibly Dope Shit) του οποίου η θεματολογία είναι αυτή ενός παιδιού που παρτάρει, πίνει, "πίνει" και μονίμως κυνηγάει κοπέλες. 

Παρόλα αυτά, ο Mac είχε κάτι τελευταίο να πει και η οικογένεια του ήθελε οπωσδήποτε να ακουστεί. Έτσι στις 17 Ιανουαρίου του 2020 κυκλοφόρησε το Circles, ο τελευταίος δίσκος του, ενδεχομένως έβερ. Είπα να τον ακούσω στη δουλειά/στο τρένο του γυρισμού, αλλά συνειδητοποίησα πως θα ήθελα να μη με πιάσουν τα κλάματα σε καμία από τις 2 παραπάνω τοποθεσίες. Αντ'αυτού κύριος, γύρισα σπίτι και λες και παίζω σε εφηβική ταινία, άραξα στο δωμάτιο μου, έβαλα το δίσκο και έκλαψα έτσι αρχοντικά ρε παιδί μου, σα να παίζω σε σαπουνόπερα. 

To Circles είναι ένας δίσκος που βγάζει πολύ πόνο, πάρα πολύ. Ειλικρινά είναι μια στοιχειωτική παραδοχή της αυτοκαταστροφής του. Αποτελώντας το companion project του Swimming, επί της ουσίας συνεχίζει το concept του προηγούμενου δίσκου με ακόμα πιο έντονο το αίσθημα της απελπισίας του ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του και τις αδυναμίες του. Αυτο για εμένα είναι που το κάνει και το ένα υπέροχο μουσικό έργο.

Εκεί που θα ήθελα να καταλήξω είναι πως η μαγεία του Mac Miller για εμένα δε βρίσκεται ούτε στην βαθιά θεωρητική και τεχνική γνώση μουσικής που έχει στις παραγωγές του, ούτε στους ιδιαίτερα περίπλοκους και ποιητικούς στίχους του. Η μαγεία βρίσκεται στο ότι σε κάθε δίσκο του ο Mac κάνει αυτό που θέλει γιατί ξέρει πως μόνο έτσι μπορεί να εκφράσει τον εαυτό του κι ας μη του βγαίνει μουσικά. Προσπαθεί να τραγουδάει, να προσθέτει διάφορες ενορχηστρώσεις, έχει τεράστια ποικιλία στα samples του και η θεματολογία του είναι τόσο ειλικρινής και ανθρώπινη, που πιστεύω ότι εύκολα μπορείς να βρεις κάτι από αυτά που θα ακούσεις και θα σε επηρεάσει με τον τρόπο του. 

Για να συνοψίσω, η εικόνα του Mac στο μυαλό μου είναι αυτή ενός πρόσχαρου φίλου που συνεχώς ανακάλυπτε καινούργια πράγματα και ήθελε να στα πει και να στα δείξει. Είναι ο φίλος που μου έμαθε ότι είναι εντάξει να το παρακάνω καμιά φορά με την κραιπάλη. Ο φίλος που μου ενθάρρυνε να αγαπάω ειλικρινά και έντονα. Ο φίλος που μου είπε ότι πρέπει κάποια στιγμή να κοιταχτώ στον καθρέπτη και να αναγνωρίσω τα λάθη που κάνω και να γίνω καλύτερος γιατί το οφείλω στον εαυτό μου. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο φίλος μου ο Mac θα μου λείψει. 

Ελπίζω πως αυτό το κείμενο είναι μια ανάδρομη αντάξια στην τεράστια καριέρα του, καλύπτοντας τα (κατ'εμέ πάντα) πιο σημαντικά στάδια της. Αν είσαι κι εσύ φαν του και σου λείπει κι εσένα, είμαστε μαζί σε αυτό. Αν δεν είσαι, ελπίζω πως ίσως αυτό το κείμενο να καταφέρει να σε πείσει να του δώσεις άλλη μια ευκαιρία να ακούσεις αυτά που είχε να μας πει. 

Οπότε rest in peace σε έναν καλλιτέχνη που έφυγε νωρίς και άδικα και είναι τόσο κρίμα που δε θα τον δούμε να μας λέει όλα αυτά που θα ήθελε, με το δικό του μοναδικό τρόπο.

Υ.Γ. Έχω διαλέξει να δω την καριέρα του Mac μέσα από τα άλμπουμ του. Ο λόγος που το έχω κάνει αυτό είναι γιατί πιστεύω πως αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να γνωρίσεις και να μελετήσεις έναν καλλιτέχνη και το έργο του πλήρως. Αυτό είναι κάτι που χάνεται στις μέρες μας και είναι κρίμα. Οπότε ένα συμπληρωματικό μήνυμα εδώ, είναι ότι ας ακούμε περισσότερα άλμπουμ και ας ακούσουμε όλα όσα έχει να μας πει ο καλλιτέχνης μέσω αυτών.