Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Poison

Σφηνάκι για το σημερινό τίτλο. Πήραμε κι αυτό το ESL. Με το που κατεβαίνει η τεκίλα αρχίζω και θυμάμαι. Ήμασταν σε μια πισίνα στο Σαν Χοσέ και πίναμε για τη νίκη στο ΙΕΜ τότε. Μου είχε τραβήξει την προσοχή, αλλά δεν περίμενα να με προσέξει η ίδια. Τι δουλειά είχε άλλωστε να προσέξει έναν χοντρό, σπυριάρη και αξύριστο παίκτη Counter Strike; Φορούσε μαγιώ Calvin Klein και έδενε τέλεια γύρω από το σώμα της. Αν δεν κάνω λάθος έπαιζε σε βίντεο κλιπ. Συνεπώς τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τι δουλειά είχε σε ένα πάρτι με gamers. Αν ήμουν νηφάλιος ίσως και να την είχα μυριστεί. Δεν έχει σημασία. Κι αυτή με ποτό στο χέρι ήταν. Είχα ξεθαρρέψει εγώ, είχε θολώσει αυτή, δεν άργησε πολύ να δέσει το γλυκό. Λίγη ώρα μετά ήμασταν στο δωμάτιό μου. Ήταν η πρώτη μου.

Δεύτερο σφηνάκι για το σημερινό τίτλο. Θυμάμαι άλλη μια νίκη, από headshot δικό μου στον τελευταίο γύρο. Άλλο ένα πάρτι. Αυτή τη φορά είμαστε σε club με την ομάδα και τους managers. Οπότε κανονίζω να έρθει με τις φίλες της. Η Belvedere ρέει άφθονη και η μουσική είναι δυνατή. Ήμουν τόσες ώρες μπροστά από την οθόνη και τα φωτορυθμικά με ζαλίζουν. Το χέρι μου δεν έχει φύγει από τον κώλο της και με κάθε τρίψιμο που κάνει δυσκολεύομαι να κρατηθώ. Γι’αυτό τη στήνω πάνω από τη λεκάνη της τουαλέτας και της δίνω να καταλάβει. Μου λέει να την πάρω από κώλο και γουστάρω ακόμα περισσότερο. Με θέλει, για πρώτη φορά κάποιος με θέλει και το ποτό με κάνει να κρατιέμαι και να μη βάλω τα κλάματα εδώ και τώρα. Λέμε “Σ’αγαπώ” ο ένας στον άλλον.

Τρίτο σφηνάκι για το σημερινό τίτλο. Κάθομαι να δω λίγο Rick And Morty στο Netflix. Λαμβάνω μήνυμα ότι δεν ανανεώθηκε η συνδρομή γιατί δεν υπάρχει υπόλοιπο στην κάρτα μου. Μαλακία. Δεν έπρεπε να της πάρω τόσα Versace. Δεν πήραμε και το τελευταίο τουρνουά, οπότε είναι τραγικά λιγότερα τα λεφτά αυτό το μήνα. Χαλάλι όμως, τη βλέπω ευτυχισμένη. Πήρε 1500 like στο Instagram σε 10 λεπτά με το καινούργιο της φόρεμα. Το πρόσωπό της έγινε ακόμα πιο φωτεινό από τη χαρά της. Μου πήρε και μια πίπα απίστευτη. Βγήκαμε να το γιορτάσουμε για ποτό.

Τέταρτο σφηνάκι για το σημερινό τίτλο. Θυμάμαι το πόσο άτσαλα έσκασα στο κρεβάτι όταν συνειδητοποίησα τι είχα κάνει. Ακόμα με στοιχειώνουν οι μελανιές. Ήταν τόσο πιωμένη που δεν το κατάλαβε εκείνη την ώρα. Ούτε κι εγώ. Το πόσο πίνουμε κάθε φορά με κάνει να αγνοώ το πόσο ζώο γίνομαι πολλές φορές. Το πρωί κοιτάχθηκε στον καθρέφτη και μετά έφυγε χωρίς να μου μιλήσει. Την πήρα τηλέφωνο και δεν απάνταγε. Είπα στον κόουτς ότι είμαι άρρωστος κι έκατσα όλη μέρα στο σπίτι με ένα μπουκάλι ουίσκι. Το σκεφτόμουν κι έκλαιγα μέχρι που με πήρε ο ύπνος. Είμαι μεγάλος μαλάκας.

Πέμπτο σφηνάκι για το σημερινό τίτλο. Ο χωρισμός μας. Θα είμαι ειλικρινής. Από την αρχή αυτό που με κέρδισε είναι ο κώλος της. Κι αυτό που κέρδισε εκείνη ήταν τα λεφτά μου. Εγώ ήθελα να την πηδάω και να νιώθω γαμιάς. Μέχρι που μια μέρα παραένιωσα γαμιάς και την πλήρωσε. Κι εκείνη ήθελε Gucci, Grey Goose και ενοικιαζόμενες Porsche. Μέχρι που με το ζόρι έφταναν τα έπαθλα των τουρνουά. Κάποια στιγμή σταματήσαμε να δίνουμε ο ένας στον άλλον. Εκεί χάλασαν όλα. Ήταν η πρώτη φορά που λιποθύμησα από το ποτό.

Τελευταίο σφηνάκι. Νιώθω χάλια. Μπορεί να ήταν το καλύτερο μου παιχνίδι μέχρι σήμερα, αλλά δε με νοιάζει. Νιώθω χάλια και το να πυροβολώ στον υπολογιστή μου δε βοηθάει όπως άλλοτε. ‘Έχω πιει πάρα πολύ και στο μυαλό μου έρχεται μόνο εκείνη. Η πανέμορφη, πετυχημένη κοπέλα, που αποδέχτηκε το παράξενο παιδί που την κοιτούσε κρυφά στο πάρτι στην πισίνα. Που με στράγγιξε οικονομικά και που εκμεταλλεύτηκα το κορμί της για να νιώσω λίγο καλά με τον εαυτό μου. Μπορούσαμε και οι δύο πολύ καλύτερα, αλλά κατρακυλήσαμε μαζί. Και τώρα δεν μπορώ να κρατήσω τον εμετό. Ευτυχώς έφυγα από το κλαμπ και δε θα γίνω ρεζίλι.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Divided

Καφενείον “Ο ντουβρουτζάς”, 17:05 μ.μ.:

-Αντρίκο, καλή η πούτσα χθες;

-Άντε γαμήσου ρε μαλάκα Νίκο. Πήρες ψεύτικο πέναλτι μέσα στο γήπεδό σου και μιλάς.

-Έλα ρε μαλάκες, πάλι τα ίδια;

-Δε γαμιέσαι κι εσύ ρε Γιώργη; Είσαι ο μόνος άνθρωπος σε όλον τον Πειραιά που δε βλέπει τον Ολυμπιακό.

-Ναι ρε μαλάκα Αντρίκο κι εσύ που τον βλέπεις τι κατάλαβες; Και χάσατε χθες και πήγες κουβά γιατί έπαιξες 10 ευρώ διπλό στο ΟΑΚΑ και παραλίγο να σου ανοίξουν το κεφάλι οι Original.

-Τι να κάνω ρε Γιώργη; Θέλω κι εγώ κάτι να ξεφύγω με τα σεκλέτια που έχω. Η Ολυμπιακάρα είναι η ψυχή μου.

-Να κοιτάξεις να κουνηθείς ρε μαλάκα από εδώ μέσα, που έχεις να δουλέψεις 5 χρόνια. Που πας και μου παίζεις στοίχημα και η τράπεζα είναι στο τσακ να σου πάρουν το σπίτι. Τις προάλλες έπαιξες 150 ευρώ στο καζίνο, ενώ έπρεπε να τα δώσεις στη ΔΕΗ. Κινδυνεύεις ρε μαλάκα.

-Το ξέρω ρε ΝΙκόλα, νομίζεις δε το έχω καταλάβει; Αλλά τι να κάνω παραπάνω ρε; Χρειάζομαι λεφτά. Δουλειά δε βρίσκω. Ο θείος ο Απόλλωνας στο Βέλγιο δε στέλνει πια λεφτά και τα παιδιά ξεκινάνε φροντιστήρια σε λίγες μέρες. Τι άλλο να κάνω;

-Έλα βρε μαλάκα στο καράβι έξι μήνες με το Λευτέρη να βγάλεις μια χαρά λεφτά. Θα σου πέσει ο κώλος, θα πλευριτωθείς, θα βγάλεις καμιά κήλη, αλλά θα χεστείς στο τάλιρο γαμώ. Εγώ δεν έχω να ανησυχώ για τίποτα κι ας λείπω τόσο από το σπίτι.

-Δεν έχεις να ανησυχείς για τίποτα Νικόλα μου, γιατί σου έχει αφήσει ο πατέρας σου μια πολυκατοικία στην Κυψέλη και στοιβάζεις οχτώ, οχτώ τους Πακιστανούς σε κάθε όροφο και βαράς 50 ευρώ το κεφάλι. Και χωρίς να τα δηλώνεις πουθενά. Και να σου θυμίσω πως όταν έπιασες τη γυναίκα σου με το φοιτητάκο από το δίπλα διαμέρισμα, στο τσακ σε προλάβαμε να μην κάνεις κάνα φονικό.

-Κι άμα τη χωρίσεις τη γυναίκα Νικόλα μου, τίποτα δε σε ανησυχεί μετά.

-Έτσι είναι Γιώργη μου.

-Ευχαριστώ Αντρέα μου.

-Έχετε δίκιο γαμώ το σπίτι σας. Αλλά να σου πω κάτι για τους Πακιστανούς; Καλά τους κάνω ρε μαλάκα γιατί έχουν γεμίσει τα μουνόπανα τη χώρα. Έχουνε κάνει συμφωνία με τους Τούρκους να μας φάνε και έχουνε περάσει όλους τους Τζιχαντιστές εδώ. Ας τους φάω τουλάχιστον τα λεφτά, αφού δεν μπορώ να τους φάω ζωντανούς.

-Έχεις ακούσει για τους ψεκασμένους Νικόλα μου;

-Όχι ρε Γιώργη, δεν έτυχε. Τι είναι πάλι αυτοί;

-Τίποτα, κάτι περίεργοι. Συνέχισε Νικόλα μου.

-Όχι ρε γαμημένε, μη συνεχίσεις! Δεν ντρέπεσαι λίγο ρε αρχίδι, έχουν έρθει οι άνθρωποι, πνιγμένοι, θαλασσοδαρμένοι, άρρωστοι κι εσύ τους εκμεταλλεύεσαι, λίγη τσίπα δεν έχεις;

-Κι επειδή είναι άρρωστοι αυτόι θα αρρωστήσω κι εγώ; Ψόφος ρε μαλάκα, ψόφος μέχρι και στα δισέγγονά τους.

-Ε ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ! ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ! ΚΩΛΟΦΑΣΙΣΤΑ! Δεν ξέρεις ρε γαμημένε τι πάει να πει φτώχεια ρε μαλάκα, τι πάει να πει ξεριζωμός. Να μένεις χωρίς σπίτι, χωρίς τίποτα; Όπου και να πας να σε βλέπουνε σαν ξένο ε; Το μόνο που ήξερες είναι τα λεφτά του μπαμπάκα σου.

-ΕΓΩ ΔΕΝ ΞΕΡΩ? ΕΓΩ? ΠΟΥ ΕΧΩ ΦΑΕΙ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ? Όσο ταξιδεύω δε νιώθω ξένος; Που μου λείπει η Ελλάδα μου; Το σπίτι μου; Όσο εσύ έπαιζες προ-πό και ιππόδρομο; Και στο κάτω κάτω ρε μαλάκα που είδες εσύ προσφυγιά; Επειδή στα είπαν μια φορά πριν 35 χρόνια στην Original; Που μένατε στην Αθήνα από τότε που ήταν κατσικοχώρι; Ούτε από χωριό δεν είσαι ρε καημένε. Και μιλάς και για προσφυγιά. Άντε βούλωσέ το, λαθρολάγνε της πούτσας.

-Νικόλα μου το παρατραβάς.

-Γιώργη σκάσε.

-ΑΣΕ ΤΟ ΓΙΩΡΓΗ ΗΣΥΧΟ ΡΕ ΑΡΧΙΔΙ!

-ΘΑ ΣΕ ΦΥΤΕΨΩ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΠΡΙΝ ΠΡΟΛΑΒΕΙΣ ΝΑ ΚΟΥΝΗΘΕΙΣ!

-Τ’ΑΡΧΙΔΙΑ ΘΑ ΜΟΥ ΚΛΑΣΕΙΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!

-... Ε όχι ρε πούστη, δε σου κάνω τη χάρη. Θα σηκωθώ να φύγω. Στο διάολο Αντρέα μου.

-Στον αγύριστο Νικόλα μου.