Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Underwater

Ξυπνάω παγωμένος. Δεν έχω ξαναβρεθεί εδώ. Δεν έχω ιδέα που είμαι. Ούτε καν που είναι το εδώ. Το μόνο που ξέρω είναι ότι είμαι παγωμένος. Βουλιάζω μέσα σε νερό. Δε βλέπω καλά γύρω μου. Τα χέρια μου έχουν κοκκαλώσει. Μέχρι πριν λίγο ήμουν στην παραλία με τη γυναίκα μου και τους φίλους μου, ψήναμε και πίναμε. Μετά από τις Πίνες Κολάδες είπα να ξαπλώσω στην αιώρα. Ξαφνικά ένιωσα τρανταγμούς. Και τώρα είμαι εδώ.

Μετά βίας κουνάω το κεφάλι μου. Είναι σκοτεινά εδώ. Μοιάζει με άβυσσο και δεν μπορώ να δω τίποτα. Βλέπω μόνο το σώμα μου και κόκκινο. Κόκκινο παντού. Πονάω προσπαθώντας να κουνήσω λίγο τα χέρια μου, αλλά συμβαίνει αυτό που περίμενα. Το αίμα έρχεται από εμένα. ‘Εχω πληγές στα χέρια μου, τρύπες. Μα αφού δε συνέβη κάτι πως σκατά τραυματίστηκα;

Δεν μπορώ να κατάλαβω τι γίνεται. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν υπάρχει περίπτωση να κουνηθώ, πόσο μάλλον να αναδυθώ. Δεν ξέρω και από τι θα πεθάνω πρώτα. Την αιμορραγία; Τον πνιγμό; Ή την πίεση αυτού του βάθους; Μέχρι τώρα ζαλίζομαι όσο κατεβαίνω. Νιώθω την πίεση πάνω μου και τα πνευμόνια μου να στενεύουν χωρίς αέρα.

Ξάφνου νιώθω ένα άγγιγμα. Κάτι έχει πιάσει το χέρι μου. Το νιώθω παγωμένο ακόμα κι εδώ κάτω. Είναι αποστεωμένο, σαν να μην υπάρχει δέρμα πάνω του. Με σφίγγει και πονάω πολύ. Προσπαθώ να το βγάλω από πάνω μου αλλά δε γίνεται. Έχει κολλήσει και με παγώνει. Και πλέον πονάω από το κρύο. Μέχρι να μουδιάσει τελείως το χέρι μου έχω καταλάβει ότι με κρατάει ένα άλλο χέρι. Το ακολουθώ όσο αντέχουν να δουν τα μάτια μου. Η φιγούρα μπροστά μου χαμογελάει και ανατριχιάζω. Ένα σαπισμένο πρόσωπο με χαιρετά και τα μαυρισμένα δόντια του κινούνται στο ρεύμα του νερού.

Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω αυτό που μου συμβαίνει κι άλλες τέτοιες μορφές με περικυκλώνουν. Το άγγιγμά τους είναι εξίσου επίπονο. Χάνω την αίσθηση των άκρων μου καθώς τα πλάσματα αυτά με τραβάνε όλο και πιο βαθιά. Κοιτάω ένα από αυτά στα κενά του μάτια και μου απαντάει με ένα νεύμα. Να κάνω ησυχία. Σιωπηλά λοιπόν αποδέχομαι το τέλος. Δεν μπορώ να το παλέψω με κάποιον τρόπο. Κι όμως.

Νιώθω τα χείλη μου ζεστά. Στη συνέχεια το πρόσωπό μου. Μια ακτίνα φωτός σπάει το κρύο και καίει το σκοτεινό πλάσμα που προσπαθεί να με παρασύρει. Να ανέτειλε ο ήλιος άραγε; Δεν ξέρω και δε με νοιάζει κιόλας. Πρέπει να φύγω και να η ευκαιρία να το κάνω. Το φως με λούζει ολόκληρο και τα πλάσματα φεύγουν από πάνω μου. Η ζέστη αγκαλιάζει το σώμα μου και μπορώ επιτέλους να κινηθώ. Αρχίζω να κολυμπάω, άτσαλα και βίαια προς το φως. Τα πλάσματα δεν μπορούν να με ακολουθήσουν και νιώθω πως αέρας γεμίζει τα πνευμόνια μου.

Ξυπνάω και αυτό που βλέπω είναι τα μάτια της γυναίκας μου να ανακουφίζονται καθώς βλέπουν τα δικά μου. Όλοι μου οι φίλοι έχουν μαζευτεί γύρω μου και με παρακολουθούν. Ο αδερφός μου, μου λέει πως απλά άρχισα να έχω σπασμούς όπως είχα ξαπλώσει στην αιώρα και έπεσα. Με δυσκολία ανακάθομαι λίγο και τρέμω από το πόσο κρύο νιώθω. Ωστόσο κοιτώντας ψηλά ο ήλιος με ζεσταίνει. Καθώς περνάει η ώρα το ξεχνάω και με λίγο φαγητό και αστεία συνέρχομαι. Μέχρι που όπως πάω να μαζέψω κάποια πράγματα το χέρι μου πονάει. Στο σημείο που με είχε πιάσει το πλάσμα, το δέρμα μου έχει σαπίσει και μολυνθεί. Καθώς κοιτάω πίσω στη θάλασσα, το πλάσμα στέκεται πάνω στο νερό και μου κάνει νόημα να μπω πάω μέσα.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Poison

Σφηνάκι για το σημερινό τίτλο. Πήραμε κι αυτό το ESL. Με το που κατεβαίνει η τεκίλα αρχίζω και θυμάμαι. Ήμασταν σε μια πισίνα στο Σαν Χοσέ και πίναμε για τη νίκη στο ΙΕΜ τότε. Μου είχε τραβήξει την προσοχή, αλλά δεν περίμενα να με προσέξει η ίδια. Τι δουλειά είχε άλλωστε να προσέξει έναν χοντρό, σπυριάρη και αξύριστο παίκτη Counter Strike; Φορούσε μαγιώ Calvin Klein και έδενε τέλεια γύρω από το σώμα της. Αν δεν κάνω λάθος έπαιζε σε βίντεο κλιπ. Συνεπώς τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τι δουλειά είχε σε ένα πάρτι με gamers. Αν ήμουν νηφάλιος ίσως και να την είχα μυριστεί. Δεν έχει σημασία. Κι αυτή με ποτό στο χέρι ήταν. Είχα ξεθαρρέψει εγώ, είχε θολώσει αυτή, δεν άργησε πολύ να δέσει το γλυκό. Λίγη ώρα μετά ήμασταν στο δωμάτιό μου. Ήταν η πρώτη μου.

Δεύτερο σφηνάκι για το σημερινό τίτλο. Θυμάμαι άλλη μια νίκη, από headshot δικό μου στον τελευταίο γύρο. Άλλο ένα πάρτι. Αυτή τη φορά είμαστε σε club με την ομάδα και τους managers. Οπότε κανονίζω να έρθει με τις φίλες της. Η Belvedere ρέει άφθονη και η μουσική είναι δυνατή. Ήμουν τόσες ώρες μπροστά από την οθόνη και τα φωτορυθμικά με ζαλίζουν. Το χέρι μου δεν έχει φύγει από τον κώλο της και με κάθε τρίψιμο που κάνει δυσκολεύομαι να κρατηθώ. Γι’αυτό τη στήνω πάνω από τη λεκάνη της τουαλέτας και της δίνω να καταλάβει. Μου λέει να την πάρω από κώλο και γουστάρω ακόμα περισσότερο. Με θέλει, για πρώτη φορά κάποιος με θέλει και το ποτό με κάνει να κρατιέμαι και να μη βάλω τα κλάματα εδώ και τώρα. Λέμε “Σ’αγαπώ” ο ένας στον άλλον.

Τρίτο σφηνάκι για το σημερινό τίτλο. Κάθομαι να δω λίγο Rick And Morty στο Netflix. Λαμβάνω μήνυμα ότι δεν ανανεώθηκε η συνδρομή γιατί δεν υπάρχει υπόλοιπο στην κάρτα μου. Μαλακία. Δεν έπρεπε να της πάρω τόσα Versace. Δεν πήραμε και το τελευταίο τουρνουά, οπότε είναι τραγικά λιγότερα τα λεφτά αυτό το μήνα. Χαλάλι όμως, τη βλέπω ευτυχισμένη. Πήρε 1500 like στο Instagram σε 10 λεπτά με το καινούργιο της φόρεμα. Το πρόσωπό της έγινε ακόμα πιο φωτεινό από τη χαρά της. Μου πήρε και μια πίπα απίστευτη. Βγήκαμε να το γιορτάσουμε για ποτό.

Τέταρτο σφηνάκι για το σημερινό τίτλο. Θυμάμαι το πόσο άτσαλα έσκασα στο κρεβάτι όταν συνειδητοποίησα τι είχα κάνει. Ακόμα με στοιχειώνουν οι μελανιές. Ήταν τόσο πιωμένη που δεν το κατάλαβε εκείνη την ώρα. Ούτε κι εγώ. Το πόσο πίνουμε κάθε φορά με κάνει να αγνοώ το πόσο ζώο γίνομαι πολλές φορές. Το πρωί κοιτάχθηκε στον καθρέφτη και μετά έφυγε χωρίς να μου μιλήσει. Την πήρα τηλέφωνο και δεν απάνταγε. Είπα στον κόουτς ότι είμαι άρρωστος κι έκατσα όλη μέρα στο σπίτι με ένα μπουκάλι ουίσκι. Το σκεφτόμουν κι έκλαιγα μέχρι που με πήρε ο ύπνος. Είμαι μεγάλος μαλάκας.

Πέμπτο σφηνάκι για το σημερινό τίτλο. Ο χωρισμός μας. Θα είμαι ειλικρινής. Από την αρχή αυτό που με κέρδισε είναι ο κώλος της. Κι αυτό που κέρδισε εκείνη ήταν τα λεφτά μου. Εγώ ήθελα να την πηδάω και να νιώθω γαμιάς. Μέχρι που μια μέρα παραένιωσα γαμιάς και την πλήρωσε. Κι εκείνη ήθελε Gucci, Grey Goose και ενοικιαζόμενες Porsche. Μέχρι που με το ζόρι έφταναν τα έπαθλα των τουρνουά. Κάποια στιγμή σταματήσαμε να δίνουμε ο ένας στον άλλον. Εκεί χάλασαν όλα. Ήταν η πρώτη φορά που λιποθύμησα από το ποτό.

Τελευταίο σφηνάκι. Νιώθω χάλια. Μπορεί να ήταν το καλύτερο μου παιχνίδι μέχρι σήμερα, αλλά δε με νοιάζει. Νιώθω χάλια και το να πυροβολώ στον υπολογιστή μου δε βοηθάει όπως άλλοτε. ‘Έχω πιει πάρα πολύ και στο μυαλό μου έρχεται μόνο εκείνη. Η πανέμορφη, πετυχημένη κοπέλα, που αποδέχτηκε το παράξενο παιδί που την κοιτούσε κρυφά στο πάρτι στην πισίνα. Που με στράγγιξε οικονομικά και που εκμεταλλεύτηκα το κορμί της για να νιώσω λίγο καλά με τον εαυτό μου. Μπορούσαμε και οι δύο πολύ καλύτερα, αλλά κατρακυλήσαμε μαζί. Και τώρα δεν μπορώ να κρατήσω τον εμετό. Ευτυχώς έφυγα από το κλαμπ και δε θα γίνω ρεζίλι.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Divided

Καφενείον “Ο ντουβρουτζάς”, 17:05 μ.μ.:

-Αντρίκο, καλή η πούτσα χθες;

-Άντε γαμήσου ρε μαλάκα Νίκο. Πήρες ψεύτικο πέναλτι μέσα στο γήπεδό σου και μιλάς.

-Έλα ρε μαλάκες, πάλι τα ίδια;

-Δε γαμιέσαι κι εσύ ρε Γιώργη; Είσαι ο μόνος άνθρωπος σε όλον τον Πειραιά που δε βλέπει τον Ολυμπιακό.

-Ναι ρε μαλάκα Αντρίκο κι εσύ που τον βλέπεις τι κατάλαβες; Και χάσατε χθες και πήγες κουβά γιατί έπαιξες 10 ευρώ διπλό στο ΟΑΚΑ και παραλίγο να σου ανοίξουν το κεφάλι οι Original.

-Τι να κάνω ρε Γιώργη; Θέλω κι εγώ κάτι να ξεφύγω με τα σεκλέτια που έχω. Η Ολυμπιακάρα είναι η ψυχή μου.

-Να κοιτάξεις να κουνηθείς ρε μαλάκα από εδώ μέσα, που έχεις να δουλέψεις 5 χρόνια. Που πας και μου παίζεις στοίχημα και η τράπεζα είναι στο τσακ να σου πάρουν το σπίτι. Τις προάλλες έπαιξες 150 ευρώ στο καζίνο, ενώ έπρεπε να τα δώσεις στη ΔΕΗ. Κινδυνεύεις ρε μαλάκα.

-Το ξέρω ρε ΝΙκόλα, νομίζεις δε το έχω καταλάβει; Αλλά τι να κάνω παραπάνω ρε; Χρειάζομαι λεφτά. Δουλειά δε βρίσκω. Ο θείος ο Απόλλωνας στο Βέλγιο δε στέλνει πια λεφτά και τα παιδιά ξεκινάνε φροντιστήρια σε λίγες μέρες. Τι άλλο να κάνω;

-Έλα βρε μαλάκα στο καράβι έξι μήνες με το Λευτέρη να βγάλεις μια χαρά λεφτά. Θα σου πέσει ο κώλος, θα πλευριτωθείς, θα βγάλεις καμιά κήλη, αλλά θα χεστείς στο τάλιρο γαμώ. Εγώ δεν έχω να ανησυχώ για τίποτα κι ας λείπω τόσο από το σπίτι.

-Δεν έχεις να ανησυχείς για τίποτα Νικόλα μου, γιατί σου έχει αφήσει ο πατέρας σου μια πολυκατοικία στην Κυψέλη και στοιβάζεις οχτώ, οχτώ τους Πακιστανούς σε κάθε όροφο και βαράς 50 ευρώ το κεφάλι. Και χωρίς να τα δηλώνεις πουθενά. Και να σου θυμίσω πως όταν έπιασες τη γυναίκα σου με το φοιτητάκο από το δίπλα διαμέρισμα, στο τσακ σε προλάβαμε να μην κάνεις κάνα φονικό.

-Κι άμα τη χωρίσεις τη γυναίκα Νικόλα μου, τίποτα δε σε ανησυχεί μετά.

-Έτσι είναι Γιώργη μου.

-Ευχαριστώ Αντρέα μου.

-Έχετε δίκιο γαμώ το σπίτι σας. Αλλά να σου πω κάτι για τους Πακιστανούς; Καλά τους κάνω ρε μαλάκα γιατί έχουν γεμίσει τα μουνόπανα τη χώρα. Έχουνε κάνει συμφωνία με τους Τούρκους να μας φάνε και έχουνε περάσει όλους τους Τζιχαντιστές εδώ. Ας τους φάω τουλάχιστον τα λεφτά, αφού δεν μπορώ να τους φάω ζωντανούς.

-Έχεις ακούσει για τους ψεκασμένους Νικόλα μου;

-Όχι ρε Γιώργη, δεν έτυχε. Τι είναι πάλι αυτοί;

-Τίποτα, κάτι περίεργοι. Συνέχισε Νικόλα μου.

-Όχι ρε γαμημένε, μη συνεχίσεις! Δεν ντρέπεσαι λίγο ρε αρχίδι, έχουν έρθει οι άνθρωποι, πνιγμένοι, θαλασσοδαρμένοι, άρρωστοι κι εσύ τους εκμεταλλεύεσαι, λίγη τσίπα δεν έχεις;

-Κι επειδή είναι άρρωστοι αυτόι θα αρρωστήσω κι εγώ; Ψόφος ρε μαλάκα, ψόφος μέχρι και στα δισέγγονά τους.

-Ε ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ! ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ! ΚΩΛΟΦΑΣΙΣΤΑ! Δεν ξέρεις ρε γαμημένε τι πάει να πει φτώχεια ρε μαλάκα, τι πάει να πει ξεριζωμός. Να μένεις χωρίς σπίτι, χωρίς τίποτα; Όπου και να πας να σε βλέπουνε σαν ξένο ε; Το μόνο που ήξερες είναι τα λεφτά του μπαμπάκα σου.

-ΕΓΩ ΔΕΝ ΞΕΡΩ? ΕΓΩ? ΠΟΥ ΕΧΩ ΦΑΕΙ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ? Όσο ταξιδεύω δε νιώθω ξένος; Που μου λείπει η Ελλάδα μου; Το σπίτι μου; Όσο εσύ έπαιζες προ-πό και ιππόδρομο; Και στο κάτω κάτω ρε μαλάκα που είδες εσύ προσφυγιά; Επειδή στα είπαν μια φορά πριν 35 χρόνια στην Original; Που μένατε στην Αθήνα από τότε που ήταν κατσικοχώρι; Ούτε από χωριό δεν είσαι ρε καημένε. Και μιλάς και για προσφυγιά. Άντε βούλωσέ το, λαθρολάγνε της πούτσας.

-Νικόλα μου το παρατραβάς.

-Γιώργη σκάσε.

-ΑΣΕ ΤΟ ΓΙΩΡΓΗ ΗΣΥΧΟ ΡΕ ΑΡΧΙΔΙ!

-ΘΑ ΣΕ ΦΥΤΕΨΩ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΠΡΙΝ ΠΡΟΛΑΒΕΙΣ ΝΑ ΚΟΥΝΗΘΕΙΣ!

-Τ’ΑΡΧΙΔΙΑ ΘΑ ΜΟΥ ΚΛΑΣΕΙΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!

-... Ε όχι ρε πούστη, δε σου κάνω τη χάρη. Θα σηκωθώ να φύγω. Στο διάολο Αντρέα μου.

-Στον αγύριστο Νικόλα μου.

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Swiftly!

Το δωμάτιο εδώ είναι υπερβολικά κρύο. Δε με νοιάζει, στόχος μου είναι το αγαλματίδιο που έχω πλέον στο σάκο μου. Γι’αυτό με πλήρωσαν. Η δουλειά ήταν εύκολη, οι τρύπες στην οροφή του ναού μου επέτρεψαν να μπω γρήγορα και το κειμήλιο ήταν αφύλακτο. Δεν μπορώ να σκαρφαλώσω πάλι, έσπασα μερικά κομμάτια πέτρας από τα οποία μπορούσα να πιαστώ. Αφού ο ναός είναι άδειος θα φύγω γρήγορα από κάποιο παράθυρο ή πλαϊνή πόρτα. Μόνο που έκανα λάθος. Δεν ήταν αφύλακτο το δωμάτιο. Τους βλέπω. Και πιάνω γρήγορα τα όπλα από τη ζώνη μου.

Δύο μεγαλόσωμα πράσινα αγάλματα κάνουν την είσοδο τους στο ναό. Tα μάτια τους λάμπουν με ένα έντονο φως, όπως αυτό στο πρόσωπο που απεικονίζει το αγαλματίδιο. Δε διστάζω δευτερόλεπτο. Έχω ήδη εκτοξεύσει το ατσαλένιο μου μπούμερανγκ θρυμματίζοντας το στήθος του ενός. Πέφτει κάτω ακίνητος. Μέχρι να δει ο δεύτερος τι συνέβη εγώ εκμεταλλεύομαι τις σκιές από την κολόνα δίπλα του και γίνομαι ένα με αυτές. Σαν αστραπή ορμάω πάνω του και με τα δύο στιλέτα μου και τα μπήγω στο φτιαγμένο από νεφρίτη κεφάλι του. Πιάνω το μπούμερανγκ που γυρίζει σε εμένα. Παράλληλα όμως δεν προσέχω το τι συμβαίνει γύρω μου και αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο.

Τρία σούρικεν προσγειώνονται ακριβώς δίπλα μου. Αντιπερισπασμός. Το κατάλαβα αργά και μια λεπίδα κόβει επιφανειακά το αριστερό μου πόδι. Ο νέος μου αντίπαλος φοράει πράσινη πανοπλία σαν σαμουράι. Τουλάχιστον δεν είναι από νεφρίτη όπως όλα τα άλλα αντικείμενα εδώ μέσα. Είναι όμως το σπαθί του. Ορμάει τυφλά πάνω μου. Είμαι πιο γρήγορος τώρα που μπορώ να τον δω. Μια απλή περιστροφή στα αριστερά και βρίσκομαι πίσω του. Τον σφάζω στην καρδιά του και πιάνω το σακίδιό μου. Ό,τι και να βρω είναι χρήσιμο αυτή τη στιγμή. Η κολόνα μου προσφέρει κάλυψη, καθώς μπαίνει άλλο ένα άγαλμα από τα δεξιά μου. Σπάω το φιαλίδιο με το όξινο υγρό πάνω στο στιλέτο μου και ο ήχος τραβάει την προσοχή του αγάλματος. Γυρνάει το κεφάλι για να δει τι συμβαίνει και το χαιρετάει το στιλέτο μου. Το κεφάλι του γίνεται σκόνη. Έντονοι βηματισμοί ακούγονται από το βάθος. Πιάνω άλλο ένα στιλέτο από το σακίδιο, μαζί με το μπούμερανγκ.

Δύο νέα αγάλματα μπαίνουν μέσα. Το ένα είναι διαφορετικό, μεγαλύτερο. Φοράει πανοπλία και φέρει έναν διπλό πέλεκυ. Το άλλο όμως που είναι ίδιο με το προηγούμενο, δέχεται άλλη μια φορά το μπούμερανγκ. Το άλλο δε χάνει χρόνο. Μου ορμάει κατευθείαν. Κινείται πολύ γρήγορα για το μέγεθος του. Ο φόβος που νιώθω μου είναι πρωτόγνωρος. Το ένστικό μου ξυπνάει τελευταία στιγμή και δέχομαι ένα χτύπημα από τον πέλεκύ του στο στήθος μου. Τρέχει πολύ αίμα και δεν είμαι διατεθειμένος να πεθάνω για μια δουλειά. Ορμάω σχεδόν απρόσεκτα πάνω του. Το πρώτο χτύπημα κόβει τα λουριά του θώρακά του. Το δεύτερο ανοίγει βαθύ χαράκωμα στην πέτρα και το τρίτο το βρίσκει στην καρδιά. Πέφτω με τον ώμο στην πόρτα μπροστά μου και αρχίζω να τρέχω. Ψηλαφίζω τον τοίχο για κάποιο πέρασμα.

Ξάφνου, άλλα δύο αγάλματα προσπαθούν να μου κόψουν το δρόμο. Δεν κόβω ταχύτητα, πηδάω πάνω στην ασπίδα του ενός και του σπάω το λαιμό με τα στιλέτα. Εκμεταλλευόμενος την ορμή μου, ρίχνω το βάρος μου στο πτώμα του ενός αγάλματος και αυτό πέφτει άτσαλα μπροστά, καλύπτοντας το άλλο. Καλού, κακού, τσεκάρω ότι το κεφάλι του όντως έχει σπάσει πριν προχωρήσω. Στα δεξιά μου είναι μια πόρτα και χωρίς δεύτερη σκέψη την ανοίγω, αλλά το θέαμα δε με ικανοποιεί καθόλου.

Δύο ακόμα μεγαλύτερα αγάλματα, οπλισμένα με δόρια με τριπλούς πελέκεις στις άκρες. Σκατά. Γυρίζω πίσω και βλέπω άλλο ένα τέτοιο να έρχεται πάνω μου. Είμαι όμως προετοιμασμένος. Μια βόμβα καπνού αργότερα και τα έχω προσπεράσει χωρίς να με μπορούν να με ακολουθήσουν ελπίζω. Προσπαθώ να κινηθώ γρήγορα και αθόρυβα, αλλά τόσο αίμα που χάνω σύντομα θα με βρουν. Ελπίζω το ξόρκι που ζωντανεύει αυτά τα πράγματα να μη με ακολουθήσει μέχρι την πόλη. Επιτέλους φαίνεται να φτάνω στον προθάλαμο και την έξοδο. Επιταχύνω όσο μπορώ και προσπαθώ να πέσω με δύναμη πάνω στην πόρτα. Εκείνη την ώρα ακούω τον ήχο ενός σύρματος να τεντώνεται. Νιώθω κοψίματα στο δέρμα μου και το σφίξιμο από το σύρμα. Νιώθω το αίμα μου να κυλάει στο πάτωμα καθώς εκείνο δονείται από τους κραδασμούς των αγαλμάτων που πλησιάζουν. Μου ψαχουλεύουν το σακίδιο. Καθώς κοιτάω πάνω βλέπω ένα σώμα σχεδόν παιδικό. Κάποιο μικρόσωμο πλάσμα ελέγχει αυτά τα φοβερά αγάλματα. Ακούω τη φωνή, γυναικεία:

-Πήγες να κλέψεις τα κοσμήματά μου. Και γι’αυτό σου αξίζει αυτό που θα σου συμβεί!

Και τότε όλα έσβησαν.