Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Underwater

Ξυπνάω παγωμένος. Δεν έχω ξαναβρεθεί εδώ. Δεν έχω ιδέα που είμαι. Ούτε καν που είναι το εδώ. Το μόνο που ξέρω είναι ότι είμαι παγωμένος. Βουλιάζω μέσα σε νερό. Δε βλέπω καλά γύρω μου. Τα χέρια μου έχουν κοκκαλώσει. Μέχρι πριν λίγο ήμουν στην παραλία με τη γυναίκα μου και τους φίλους μου, ψήναμε και πίναμε. Μετά από τις Πίνες Κολάδες είπα να ξαπλώσω στην αιώρα. Ξαφνικά ένιωσα τρανταγμούς. Και τώρα είμαι εδώ.

Μετά βίας κουνάω το κεφάλι μου. Είναι σκοτεινά εδώ. Μοιάζει με άβυσσο και δεν μπορώ να δω τίποτα. Βλέπω μόνο το σώμα μου και κόκκινο. Κόκκινο παντού. Πονάω προσπαθώντας να κουνήσω λίγο τα χέρια μου, αλλά συμβαίνει αυτό που περίμενα. Το αίμα έρχεται από εμένα. ‘Εχω πληγές στα χέρια μου, τρύπες. Μα αφού δε συνέβη κάτι πως σκατά τραυματίστηκα;

Δεν μπορώ να κατάλαβω τι γίνεται. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν υπάρχει περίπτωση να κουνηθώ, πόσο μάλλον να αναδυθώ. Δεν ξέρω και από τι θα πεθάνω πρώτα. Την αιμορραγία; Τον πνιγμό; Ή την πίεση αυτού του βάθους; Μέχρι τώρα ζαλίζομαι όσο κατεβαίνω. Νιώθω την πίεση πάνω μου και τα πνευμόνια μου να στενεύουν χωρίς αέρα.

Ξάφνου νιώθω ένα άγγιγμα. Κάτι έχει πιάσει το χέρι μου. Το νιώθω παγωμένο ακόμα κι εδώ κάτω. Είναι αποστεωμένο, σαν να μην υπάρχει δέρμα πάνω του. Με σφίγγει και πονάω πολύ. Προσπαθώ να το βγάλω από πάνω μου αλλά δε γίνεται. Έχει κολλήσει και με παγώνει. Και πλέον πονάω από το κρύο. Μέχρι να μουδιάσει τελείως το χέρι μου έχω καταλάβει ότι με κρατάει ένα άλλο χέρι. Το ακολουθώ όσο αντέχουν να δουν τα μάτια μου. Η φιγούρα μπροστά μου χαμογελάει και ανατριχιάζω. Ένα σαπισμένο πρόσωπο με χαιρετά και τα μαυρισμένα δόντια του κινούνται στο ρεύμα του νερού.

Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω αυτό που μου συμβαίνει κι άλλες τέτοιες μορφές με περικυκλώνουν. Το άγγιγμά τους είναι εξίσου επίπονο. Χάνω την αίσθηση των άκρων μου καθώς τα πλάσματα αυτά με τραβάνε όλο και πιο βαθιά. Κοιτάω ένα από αυτά στα κενά του μάτια και μου απαντάει με ένα νεύμα. Να κάνω ησυχία. Σιωπηλά λοιπόν αποδέχομαι το τέλος. Δεν μπορώ να το παλέψω με κάποιον τρόπο. Κι όμως.

Νιώθω τα χείλη μου ζεστά. Στη συνέχεια το πρόσωπό μου. Μια ακτίνα φωτός σπάει το κρύο και καίει το σκοτεινό πλάσμα που προσπαθεί να με παρασύρει. Να ανέτειλε ο ήλιος άραγε; Δεν ξέρω και δε με νοιάζει κιόλας. Πρέπει να φύγω και να η ευκαιρία να το κάνω. Το φως με λούζει ολόκληρο και τα πλάσματα φεύγουν από πάνω μου. Η ζέστη αγκαλιάζει το σώμα μου και μπορώ επιτέλους να κινηθώ. Αρχίζω να κολυμπάω, άτσαλα και βίαια προς το φως. Τα πλάσματα δεν μπορούν να με ακολουθήσουν και νιώθω πως αέρας γεμίζει τα πνευμόνια μου.

Ξυπνάω και αυτό που βλέπω είναι τα μάτια της γυναίκας μου να ανακουφίζονται καθώς βλέπουν τα δικά μου. Όλοι μου οι φίλοι έχουν μαζευτεί γύρω μου και με παρακολουθούν. Ο αδερφός μου, μου λέει πως απλά άρχισα να έχω σπασμούς όπως είχα ξαπλώσει στην αιώρα και έπεσα. Με δυσκολία ανακάθομαι λίγο και τρέμω από το πόσο κρύο νιώθω. Ωστόσο κοιτώντας ψηλά ο ήλιος με ζεσταίνει. Καθώς περνάει η ώρα το ξεχνάω και με λίγο φαγητό και αστεία συνέρχομαι. Μέχρι που όπως πάω να μαζέψω κάποια πράγματα το χέρι μου πονάει. Στο σημείο που με είχε πιάσει το πλάσμα, το δέρμα μου έχει σαπίσει και μολυνθεί. Καθώς κοιτάω πίσω στη θάλασσα, το πλάσμα στέκεται πάνω στο νερό και μου κάνει νόημα να μπω πάω μέσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου